συμπληρωτικῶς

συμπληρωτικῶς
συμπληρωτικός
able to complete
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπληρωτικός — ή, ό / συμπληρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπληρῶ] κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός μσν. αρχ. 1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”